Τέλη Ιανουαρίου του 1896, στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνάσσος» μπροστά σε ένα πολύ περιορισμένο ακροατήριο, που απαρτίζεται κυρίως από εκπροσώπους της αθηναικής μεγαλοαστικής τάξης, παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο Ολυμπιακός Ύμνος. Ένα χρόνο πριν η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή είχε αναθέσει στον Σπύρο Σαμάρα, διαπρεπή έλληνα μουσουργό, την σύνθεση ενός ύμνου που θα συνόδευε την Τελετή έναρξης των Α Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Κωστής Παλαμάς, ένας εκ των κορυφαίων ποιητών που γέννησε η ελληνική γη, γράφει τους στίχους που θα πλαισιώσουν το μουσικό κομμάτι που έγραψε ο κερκυραίος συνθέτης.
Στις 25 Μαρτίου του 1896, μέσα στο κατάμεστο από ογδόντα χιλιάδες λαού, Παναθηναικό Στάδιο, ανακρούεται ο Ολυμπιακός Ύμνος ενώ στον αγωνιστικό χώρο βρίσκονται 240 περίπου αθλητές από 14 χώρες, που θα συμμετάσχουν στους αγώνες. Ποιος ήταν όμως ο Σπύρος Σαμάρας.
Ο Σημαντικότερος εκπρόσωπος της επτανησιακής σχολής, που έβγαλε τεράστιους μουσικούς όπως ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος, ο Διονύσιος Λαυράγκας, ο Παύλος Καρρέρ, αργότερα ο Αντίοχος Ευαγγελάτος και τόσοι άλλοι, γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1861. Αφού ολοκλήρωσε τον κύκλο των σπουδών του στην Αθήνα, συνέχισε τις μουσικές του σπουδές στο Παρίσι, στην συνέχεια δε, πήγε στην Ιταλία. Έγραψε πολλές όπερες, οπερέτες αλλά και κλασικά τραγούδια. Οι πιο γνωστές από τις όπερες του είναι η «Flora Mirabilis», που ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου, όπως και η «Lionella», η «Medge», που παίχτηκε στη Ρώμη, η «La Martyre», για να ακολουθήσουν η «Furia Domata», η «Ξανθούλα» και άλλες.
Όμως, ενώ η διεθνής αναγνώριση υπήρξε καθολική, επιστρέφοντας στη χώρα δέχθηκε «πόλεμο» από τους εγχώριους μουσικούς κύκλους, με αποτέλεσμα να απογοητευτεί, αλλά και ελλείψει επαγγελματικών προτάσεων να αντιμετωπίσει και οικονομικό πρόβλημα. Για βιοπορισμό, στράφηκε στην “εύκολη” και πιο “εύπεπτη” μουσικά λύση της οπερέτας, με κυριότερες τις «Πόλεμος εν πολέμω», «Πριγκήπισα της Σάσσων» και η «Κρητικοπούλα». Παράλληλα, ορισμένα κλασικά του κομμάτια όπως η «Γαλλική Σερενάτα», «Της κοπέλλας το νερό», η «Chitarrata», και εμβατήρια όπως το «Για την ένδοξη πατρίδα» και το «Οι Νικηταί» αποτελούν ιδιαίτερα αξιομημόνευτα μουσικά έργα.
Έφυγε από τη ζωή τον Απρίλη του 1917, σε ηλικία 56 ετών.
Ο Κωστής Παλαμάς, ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Γεννημένος στην Πάτρα το 1859 εγκαταλείπει πολύ σύντομα την Νομική Σχολή, στην οποία εισήλθε το 1875, καθώς το πάθος για την λογοτεχνία δείχνει από πολύ νωρίς να τον κυριεύει. Πριν συμπληρώσει τα είκοσι του χρόνια αρθρογραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής, ενώ εκτός από χρονογραφήματα και μικρά δοκίμια, παρουσιάζει και μία σειρά από ποιήματα του. Όμως η «επανάσταση» του Παλαμά ξεκινάει το 1886, όταν παρουσιάζει την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Τραγούδια της Πατρίδος», γραμμένη στη δημοτική γλώσσα. Αιτία ανοικτής διένεξης, που δεν έκλεισε ποτέ, με τους υποστηρικτές της καθαρεύουσας, που αρνούντο να δεχτούν τη γλώσσα του Παλαμά. Πολλές και ιδιαίτερα σημαντικές οι ποιητικές συλλογές του με το «Ίαμβοι και ανάπαιστοι», το «Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης», «Η φλογέρα του Βασιλιά», «Οι καημοί της λιμνοθάλασσας» και «Ο κύκλος των τετράστιχων» να ξεχωρίζουν. Όμως το έργο που κατατάσσει τον Παλαμά στο Πάνθεον των μεγάλων Ελλήνων ποιητών είναι ο «Δωδεκάλογος του γύφτου».
Σε αυτό ο Παλαμάς βαθειά ενοχλημένος από την εικόνα του Έλληνα της εποχής, επιχειρεί να εκφράσει την συνείδηση του έθνους. Μέσα από τον πόνο και την απελπισία του για την εικόνα της χώρας του, προσπαθεί να δει την ελπίδα, την αναγέννηση, τον ξεσηκωμό του λαού. Ο Γύφτος είναι η αδούλωτη ψυχή που διψάει για δράση και δημιουργία, δεν εγκαταλείπει τη μάχη, δεν υποτάσσεται, δεν υπαναχωρεί γκρεμίζει και συντρίβει το παλιό και το σάπιο και κτίζει το μέλλον πάνω σε υγιείς και σταθερές βάσεις και αδιαπραγμάτευτες αξίες.
Και ολοκληρώνοντας για τον ποιητή Παλαμά είναι πολύ ενδιαφέρουσα η συσχέτιση/σύγκριση με τον σύγχρονο του Κωνσταντίνο Π.Καβάφη. Ο Παλαμάς χρησιμοποιεί μια χυμώδη λυρική γλώσσα, αναπτύσσει τα συναισθήματα μακροσκελώς, σε αντίθεση με τον Καβάφη που περιορίζεται σε ορισμένα βασικά συναισθήματα ενώ χρησιμοποιεί ενίοτε μία λεπτά ειρωνική γλώσσα, αντιλυρική, που ανατρέπει τα ποιητικά στεγανά της εποχής. Κοινό στοιχείο που εμφανώς αναδεικνύεται μέσα από το έργο τους το βάρος που δίνουν στον ελληνισμό, έστω και αν η οικουμενικότητα της ποίησης του Καβάφη αλλά και άλλες επιρροές από τα ταξίδια που πραγματοποίησε, τον φέρουν σε μία απόκλιση από τον καταφανή ελληνοκεντρισμό του Παλαμά.
Ο Παλαμάς απεβίωσε, πλήρης ημερών σε ηλικία 84 ετών το 1943 στην Αθήνα.