Πόσοι γνωρίζουν για τον Χαρούκι Μουρακάμι, έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της εποχής μας και υποψήφιο για Νόμπελ Λογοτεχνίας, ότι είναι και μαραθωνοδρόμος και μάλιστα έχει λάβει μέρος και στον αυθεντικό δρόμο της Αθήνας;
Κι όμως ο Μουρακάμι (γεννήθηκε στο Κιότο το 1949) έχει τρέξει σε πάνω από 25 Μαραθώνιους, ακόμα και στον υπερμαραθώνιο του Χοκάιντο (100 χλμ).
Μάλιστα ο πρώτος του Μαραθώνιος ήταν στην Αθήνα το 1983, όπου έτρεξε μόνος την αντίθετη διαδρομή, από την Αθήνα στο Μαραθώνα. Όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, αφού ασχοληθεί για μερικές ώρες το πρωί με το γράψιμο, τρέχει κατά μέσο όρο 10 χιλιόμετρα, 6 μέρες την εβδομάδα.
Ο Χαρούκι Μουρακάμι στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’80, φωτογραφημένος από τη γυναίκα του Γιόκο
Στο βιβλίο του που αφορά στο τρέξιμο «Για τι πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το τρέξιμο» (εκδόσεις Ωκεανίδα, 2011) γράφει: «Δεν ξεκίνησα να τρέχω επειδή κάποιος μου ζήτησε να γίνω δρομέας. Όπως δεν έγινα μυθιστοριογράφος επειδή κάποιος μου ζήτησε να γίνω μυθιστοριογράφος. Μια μέρα, έτσι στο άσχετο, μου ήρθε να γράψω ένα μυθιστόρημα. Και μια μέρα, έτσι στο άσχετο, άρχισα να τρέχω – επειδή απλώς το ήθελα».
O Χαρούκι Μουρακάμι στον Μαραθώνα, 18 Ιουλίου 1983. πηγή φωτογραφίας: Ιαπωνική έκδοση του βιβλίου του «Για τι πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το τρέξιμο», εκδόσεις Bungei Shunju
«Καθώς τρέχω λέω στον εαυτό μου να σκεφτεί ένα ποτάμι. Και σύννεφα. Αλλά στην πραγματικότητα δεν σκέφτομαι τίποτα. Το μόνο που κάνω είναι να τρέχω ασταμάτητα μες στο δικό μου, οικείο, χειροποίητο κενό, την δική μου προσωπική νοσταλγία. Κι αυτό είναι υπέροχο. Ας λένε ό,τι θέλουν».
O Χαρούκι Μουρακάμι στον Μαραθώνα, 18 Ιουλίου 1983. πηγή φωτογραφίας: Ιαπωνική έκδοση του βιβλίου του «Για τι πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το τρέξιμο», εκδόσεις Bungei Shunju
Για τον ελληνικό Μαραθώνιο το 1983 του αφηγείται: «Ήταν Ιούλιος. Έκανε ζέστη, ακόμη και νωρίς το πρωί. Δεν είχα ξαναπάει στην Ελλάδα. Έμεινα έκπληκτος. Μετά από μισή ώρα είχα βγάλει το πουκάμισό μου. Έτρεχα και ονειρευόμουν μια παγωμένη μπύρα μετρώντας κουφάρια από σκυλιά και γάτες που κείτονταν κατά μήκος του δρόμου. Ήμουν εξοργισμένος με τον ήλιο. Το σώμα μου είχε καεί και το δέρμα μου έβγαζε φουσκάλες. Έκανα τη διαδρομή σε 3 ώρες και 51 λεπτά. Όταν έφτασα στο τέρμα πήγα σε ένα πρατήριο βενζίνης και ήπια τη μπύρα που είχα ονειρευτεί. Όταν ο υπάλληλος του βενζινάδικου άκουσε τι είχα κάνει, μου πρόσφερε ένα μπουκέτο λουλούδια».
[Πηγή: www.greecejapan.com]