Back to top

Ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων και οι άνθρωποί του - Μέρος Δεύτερο

Θυμηθείτε το πρώτο μέρος εδώ

Μέχρι το 1932, κάθε διοργανώτρια χώρα παρουσιάζει τον δικό της «Ολυμπιακό Ύμνο» στην τελετή έναρξης των Αγώνων. Το 1933 η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αποφασίζει να καθιερώσει τον ύμνο που έγραψε ο Walter-Bradley Keeler, για τους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες (1932) ως τον μόνιμο ύμνο των αγώνων. 

Όμως οι Γερμανοί, με βασικό επιχείρημα την τεράστια μουσική τους παράδοση ζητούν, κατ’εξαίρεση, στους επόμενους αγώνες που είναι προγραμματισμένοι να διεξαχθούν σε γερμανικό έδαφος, Βερολίνο 1936, να ανακρουστεί στην τελετή έναρξης ένας δικής τους σύνθεσης και λιμπρέττου ύμνος. Η Ολυμπιακή Επιτροπή, κρίνει εύλογο το αίτημα, το αποδέχεται, και ανατίθεται στον σπουδαίο γερμανό συνθέτη Richard Strauss, το έργο αυτό. Έστω και σχετικά απρόθυμος αρχικά τουλάχιστον, ο διαπρεπής μουσικός δημιουργεί την σύνθεση που θα ακουστεί στην τελετή έναρξης, στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου. Αρχικά, ο Gerhart Hauptmann και ύστερα ο Wilhelm von Scholz, αναλαμβάνουν να γράψουν τους στίχους με τον πρώτο να εγκαταλείπει την προσπάθεια πολύ σύντομα, του δε δευτέρου οι στίχοι να θεωρηθούν πολύ εθνικιστικοί, μακράν πολύ από το πνεύμα που ήθελε η Ολυμπιακή Επιτροπή. Τελικά προκρίνονται οι στίχοι, ενός ιδιαίτερα ταλαντούχου, άνεργου εκείνη την εποχή ηθοποιού, του Robert Lubahn.

Ας δούμε ένα απόσπασμα του λιμπρέττου αυτού στα αγγλικά:

«Pride and prosperity of many countries came forward to fight hard;

All the fire which burns there, all proposals high and free. Strength and spirit approaches with trepidation. Sacrifice Olympia! Who can wear your laurels, fame’s sound, Olympia? Now as hearts beating with a raised club, Vigor should be the highest in deeds and in legends. Joyfully will champions win, in Olympic victory celebration! Joy is still ours in a realm of peace: the Olympics. Joyfully will champions win, Olympic victory celebration! Olympia! Olympia! Olympia!»

Όμως θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε λίγο περισσότερο στον Richard Strauss. Εκπρόσωπος της ύστερης ρομαντικής περιόδου, έχει συνδέσει το όνομα του με σπουδαίες όπερες και μελοδράματα όπως ο «Ιππότης και το ρόδο», η «Ηλέκτρα», η « Δάφνη», η «Αραβελλα» και άλλα, όπως και συμφωνικά ποιήματα αλλά και ορχηστρικά έργα, από όπου ξεχωρίζουν η «Symphonia Domestica», o «Macbeth», η έξοχη «Συμφωνία των Άλπεων» και βέβαια το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα». Μια σύνθεση, που απετέλεσε το βασικό μουσικό θέμα της ταινίας-σταθμός στο είδος της επιστημονικής φαντασίας, «2001 Η Οδύσσεια του Διαστήματος», που φέρει την σκηνοθετική υπογραφή του Στάνλευ Κιούμπρικ.

Το 1948 στο Λονδίνο, με την επανέναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί ως ύμνος στην τελετή έναρξης το «Non nobis Domine”, του Roger Quilter, με τους στίχους να γράφονται από τον Rodyard Kipling. Και αν ο συνθέτης , είναι άγνωστος στο ευρύ εκτός Ηνωμένου Βασιλείου κοινό, αλλά αντιθέτως αρκετά δημοφιλής εντός, έχοντας γράψει πολλά τραγούδια που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα αλλά και ελαφρά ορχηστρικά κομμάτια, ο Kipling είναι παγκόσμιας εμβέλειας διηγηματογράφος και ποιητής, γνωστός για τα έργα μυθοπλασίας του, τις παιδικές ιστορίες που συνέγραψε, ενώ το ποίημα του «Αν», αποτελεί σημείο αναφοράς και μελέτης για τη δυναμική των μηνυμάτων του. Το 1907 τιμάται με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952 στο Ελσίνκι, η αρχική σκέψη ήταν να εκτελεστεί και πάλι ο ύμνος του Roger Quilter, ο οποίος ενδιάμεσα είχε παιχτεί και στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς του Όσλο. Όμως οι Φινλανδοί επέμειναν για ένα δικό τους ύμνο. Αρχικά προτάθηκε στον συμπατριώτη τους Jean Sibelius, έναν από τους κορυφαίους μαζί με τον Edvard Grieg και Carl Nielsen σκανδιναβούς συνθέτες, να γράψει την σύνθεση, αλλά αυτός επικαλούμενος το προχωρημένο της ηλικίας του, ήταν ήδη 87 ετών, ευγενικά αρνήθηκε. Η άρνηση του μεγάλου μουσουργού, συνθέτη μεγάλων έργων μεταξύ των οποίων τα «Καρελία», «Ο κύκνος της Τουονέλας», «Φινλανδία», του θαυμάσιου « Valse Triste», αλλά και επτά συμφωνιών, οδήγησε τους διοργανωτές στον Jaakko Linjama, ενώ τους στίχους έγραψε ο Toivo Lyy. Σαφώς όχι της ίδιας εμβέλειας με τον Sibelius δημιουργός, o Linjama είναι γνωστός κυρίως για χορωδιακά έργα, όπως και για μικρά κοντσέρτα κυρίως για βιολί. Στις 19 Ιουλίου του 1952, στο κατάμεστο ολυμπιακό στάδιο της φινλανδικής πρωτεύουσας μία χορωδία από 310 άνδρες και 216 γυναίκες τραγουδάει συνοδεία της μουσικής τον Ολυμπιακό ύμνο.

Όμως η ιδέα για ένα μόνιμο ολυμπιακό ύμνο εξακολουθεί να βασανίζει τους υπεύθυνους της Δ.Ο.Ε. Εν όψει των 16ων Ολυμπιακών Αγώνων, που επρόκειτο να λάβουν χώρα στην Μελβούρνη (1956), αυτοί στρέφονται σε διακεκριμένους μουσουργούς. Βολιδοσκοπούνται προσωπικότητες όπως ο Pablo Casals, ο Aaron Copland, αλλά και ο μέγιστος συνθέτης του εικοστού αιώνα Dmitri Shostakovich. Συναντώντας την άρνηση όλων αυτών,και παρά την «πίεση» που άσκησαν ιδιαίτερα στον δημιουργό των δεκαπέντε συμφωνιών, των έξι κοντσέρτων, αλλά και μουσικής για τον κινηματογράφο, μέσα από την οποία ξεχωρίζει το μοναδικό «Second Waltz», ανατέθηκε η συγγραφή του ύμνου στον πολωνό συνθέτη, μόνιμο κάτοικο Παρισίου, Michael Spisak. Έναν συνθέτη που έγραψε κυρίως κοντσερτίνα, έργα για κουαρτέτα, σονάτες, με την Serenate for orchestra, το Concerto Giocoso Per Orchestra Da Camera και το «Improvisazione for piano and violin», να αποτελούν τα σημαντικότερα. Αυτό όμως που δεν έγινε το 1956, πραγματοποιήθηκε το 1960.

Με την συμβολή και του Ιωάννη Κετσέα, γραμματέα της ελληνικής ολυμπιακής επιτροπής, κυρίως την θετική τοποθέτηση του ιάπωνα μέλους της ολυμπιακής επιτροπής Dr. Ryotaro Azumah, αλλά και την επιμονή του επίσης μέλους πρίγκηπα Άλεξ της Δανίας, αποφασίζεται ομόφωνα η επαναφορά του ύμνου των Σαμάρα-Παλαμά. Ύμνος που ακούγεται έκτοτε σε όλους τους ολυμπιακούς αγώνες, άλλοτε εις την αγγλική, άλλοτε στην γλώσσα της διοργανώτριας χώρας, ενίοτε δε και στην ελληνική.

 

Αντώνης Κυπραίος

Μαραθωνοδρόμος